- βατοδροπος
- βατοδρόποςβᾰτο-δρόπος2срывающий колючие растения HH.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βατοδρόπος — βατοδρόπος, ον (Α) αυτός που κόβει ή ξεριζώνει βάτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατός (Ι) + δροπος < δρέπω] … Dictionary of Greek
βατοδρόπος — pulling up brambles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατοδρόπε — βατοδρόπος pulling up brambles masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)